-
1 ἀπο-λείπω
ἀπο-λείπω, 1) übrig lassen, zurücklassen, z. B. Speisen, Od. 9, 292; selten in Prosa, wo καταλείπειν in dieser Bdtg üblicher. – 2) verlassen, bes. im Unglück verlassen, einen Ort unvertheidigt lassen, δόμον Il. 12, 169; τῆς ϑεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν Her. 8, 41; τετρωμένον Plat. Conv. 220 e; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 29; den Mann verlassen, von der Frau, Dem. 30, 4; τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπών Pind. P. 3, 101, wie Soph. Phil. 1143; βίον Xen. Mem. 4, 8, 1; τὴν ἀγοράν, d. i. nicht mehr auf dem Markt erscheinen, Plut. Pomp. 23; auch außer Acht lassen, unterlassen, γοητείας, προϑυμίας οὐδέν, Plat. Rep. X, 602 d Conv. 210 a; Thuc. 8, 22; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῠν ἀπέλιπον Dem. 54, 4. – 3) im Wettlauf hinter sich zurücklassen, Xen. Cyr. 8, 3, 25; dah. übertreffen, τοσοῠτον τοὺς ἄλλους ἀπολέλοιπε, ὥστε Isocr. 4, 50. Aehnl. fehlen lassen, z. B. ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπουσα τρεῖς δακτύλους, sie hatte vier Ellen weniger drei Zoll, Her. 1, 60, vgl. 1, 117. – 4) absol. intrans., davon gehen, Her. 2, 14. 22, wo der accus. aus dem Zusammenhang sich ergiebt; ἐκ Συρακουσῶν, d. i. Syrakus verlassen, Thuc. 5, 4; ἐκ τῶν Μηδικῶν, aus dem Perserkrieg abziehen, 3, 10; ὅϑεν ἀπέλιπον, von wo ich (im Reden) abgeschweift war, Is. 5, 11; Plat. Gorg. 497 c u. sonst; ἔνϑεν λέγων ἀπέλιπες Xen. oec. 6, 1; bei Maaßbestimmungen, entfernt sein, ὡς πλέ ϑρον Xen. An. 6, 3, 11 u. öfter; ἀρετῆς Plat. Lach. 199 d; μικρὸν ἀπολείπω ποιεῖν τι, ich bin nicht weit entfernt, es zu thun, Plut.; ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Timol. 1; τοῦ πολέμου μικρὸν ἀπολείποντος συνῃρῆσϑαι ib. 9; μικρὸν ἀπέλιπον διακόσιαι γενέσϑαι, es waren beinahe 200, Thuc. 7, 70; Her. 7, 9, 1; – verbraucht werden, ausgehen, τάων ὁὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ' ἀπολείπει Od. 7, 117; ὑποδήματα, abgehen, Xen. An. 4, 5, 14; zurückbleiben, wie Her. 7, 221 auch ἀπελίπετο braucht. – Gew. aber so – 5) pass., a) ἀπολείπεσϑαί τινος, hinter Einem zurückbleiben, ihm nicht folgen können, Xen. Cyr. 3, 1, 42 u. öfter; mit τὸ (τοῦ v. l.) μὴ ἀκολουϑεῖν Cyr. 5, 1, 24; πολὺ τῆς ἀληϑείας Her. 2, 106, wie Pol. 1, 4; τῶν καιρῶν, sie nicht zweckmäßig benutzen, Isocr. 3, 19; Dem. 34, 38; τῶν πραγμάτων, die Lage der Dinge nicht durchschauen, 27, 2; τῶν ἐμαυτοῦ κακῶν, nichts davon ahnen, Lys. 1, 15. – b) sich entfernen, verlassen, ἀλλήλων Plat. Conv. 192 d; συνουσίας Tim. 17 a. – c) beraubt werden, Soph. El. 1160; Eur. Or. 216 Med. 35.
-
2 ἀγχοῦ
ἀγχοῦ, nahe, Hom. oft ohne cas. in der Verbdg ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος (-μένη); Odyss. 17, 526 στεῠται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῠσαι ἀγχοῠ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, 19, 271 ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα ἀγχοῠ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, ζωοῦ; 6, 5 ἔναιον ἀγχοῠ Κυκλώπων, Iliad. 24, 709 ἀγχοῠ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι. Pind. mit dem dat., χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9, 40; Soph. Tr. 958 ohne cas.; Her. τίνος 1, 9. 6, 77. 3, 111; τινί nur πολλὰ περιήγαγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ 3, 85. Sonstin Prosa nur Luc. u. Sp. – Der compar. ἀγχοτέρη εἰςβολή Her. 7, 175, und ἀγχοτάτω, sehr nahe, Her. von Verwandtschaft, προςήκοντες 4, 23, τινός 2, 169. 4, 35. 7, 176, von der Aehnlichkeit 7, 73. Auch ἀγχότατα τῶν Μηδικῶν ἔχοντες Her. 7, 64. S. auch ἄγχιστος.
-
3 Ελληνικον
τό1) эллинство, греческий мир, греки Her., Thuc., Xen., Luc.2) греческие войска Xen.3) pl. греческие нравы и обычаи или греческая культура5) pl. история Греции -
4 υποβαλλω
(эп. inf. ὑββάλλειν)1) подкладывать, подстилать(ὑπένερθε λῖτα Hom.)
τῶν Μηδικῶν πίλων ὑποβαλεῖν Xen. — разостлать часть мидийских ковров;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc. — подостлав под себя пурпурные плащи;θεμέλιον ὑποβάλλεσθαί τινος перен. Polyb. — закладывать основы чего-л.2) подставлять(τὰς σφαγὰς τοῖς ξίφεσι Plut.)
3) приставлять, прикладывать(τινὰ μαστῷ γυναικός Eur.)
ὑ. δακτύλους Luc. — прикладывать пальцы (к отверстиям свирели)4) передавать, предавать, выдавать(ἑαυτὸν ἐχθροῖς Eur.)
ὑ. ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr. — покоряться несчастьям;ὑ. τι ὑπὸ τέν ἐξουσίαν τινός Polyb. — отдавать что-л. во власть кому-л.5) подбрасывать, подкидывать, бросать(τινὰ τοῖς θηρίοις Polyb.)
ὑ. τὰ ὄμματά τινι Plut. — бросать взоры на кого(что)-л.6) med. (преимущ. о ребенке) выдавать за своего, присваивать Her., Arph.οἱ ὑποβαλόμενοι Plat. — мнимые родители;
ὑ. τέν δόξαν τινός Plut. — приписывать себе честь чего-л.7) med. подменивать, совершать подлог8) подсказывать, внушать, указывать(τινί τι Lys., Aeschin., Dem., Plut.)
ὑ. δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. — вы можете подсказать, если они что-л. забыли;οὐκ ἐμοῦ ὑποβάλλοντος ἀνέξει ; Plat. — не позволишь ли мне сказать кое-что?;ἀκούειν, οὐδὲ ὑββάλλειν Hom. — слушать, а не перебивать9) диктовать(τὸν λόγον τινί Isocr.; ἃ χρέ γράφειν Aeschin.)
-
5 λαμπρύνω
A make bright or brilliant,τὸν ἵππον X.Eq.10.1
, cf. App.Anth.3.158; μὴ χρώμασιν ( ὄμμασιν codd. Stob.) τὸ σῶμα λ. deck with bright colours, Antiph.264; λαμπρύνει τὴν φωνήν (of garlic) makes the voice clear, Dsc.Eup.1.87:—[voice] Med., ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας polished their shields, X.HG7.5.20:—[voice] Pass., of a shield, to be polished or bright, Id.Lac.11.3; also εὕδουσα φρὴν ὄμμασιν λαμπρύνεται is lightened with eyes, A.Eu. 104;λελάμπρυνται κόρας S.Fr. 710
; also, to become manifest or notorious,ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος -ύνεται E.El. 1039
.II [voice] Med., make oneself splendid, pride oneself on a thing, ὄχοις καὶ στολῇ -ύνεται ib. 966;γένει Onos.1.22
; distinguish oneself in or by..,ὅσα.. χορηγίαις ἢ ἄλλῳ τῳ -ύνομαι Th.6.16
;μειρακίων -υνομένων ἐν ἅρμασιν Ar. Eq. 556
;λ. ἐν οἷς οὐ δεῖ Arist.EN 1122a33
, etc.;περὶ τὰς εὐωχίας Str. 14.1.20
;πολλὰ καὶ μεγάλα λαμπρυνάμενος πρὸς τὸ θεῖον Plu.Nic.26
;τὰ ἄλλα ἐλαμπρύνατο Id.Alex.70
;ἐπί τινι Philostr.VA2.43
;πολλὰ περὶ τῶν Μηδικῶν ἔργων Plu.2.870d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρύνω
См. также в других словарях:
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… … Dictionary of Greek
Αινιάνες — Ένα από τα φύλα της αρχαίας Ελλάδας. Πρωτοεμφανίζονται την εποχή του Τρωικού πολέμου ως Ενιήνες, στο πλευρό των Ελλήνων με 22 πλοία και με αρχηγό τον Γουνέα. Στην αρχή έμεναν κοντά στην αρχαία Δωδώνη, αλλά κατά την επιδρομή των Θεσσαλών και την… … Dictionary of Greek
Θεσπρωτία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου. Υιοθέτησε την ονομασία της από τους πρώτους κατοίκους της, τους Θεσπρωτούς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχικά, οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στη δυτική παραλία … Dictionary of Greek
Οπούντιοι Λοκροί — Κάτοικοι της αρχαίας Λοκρίδας. Όλες οι πόλεις της Αν. Λοκρίδας αποτελούσαν συμπολιτεία της οποίας τη βουλή, που την έλεγαν βουλή των Χιλίων, αποτελούσαν εκπρόσωποι των πόλεων που τη συγκροτούσαν. Στα χρόνια των Μηδικών πολέμων οι Ο.Λ. αγωνίστηκαν … Dictionary of Greek
Τένεδος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Τενεδείς ενώ εκείνοι του ομώνυμου νησιού Τενέδιοι. Τοποθετείται από τους περισσότερους στην περιοχή της αρχαίας Παμφυλίας. II Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, κοντά στην είσοδο του… … Dictionary of Greek